- μαλακός
- (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε.
* * *-ή, -ό, θηλ. και -ιά (AM μαλακός, -ή, -όν)1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε αντιδιαστολή προς τον σκληρό (α. «μαλακό μαξιλάρι» β. «τάπης μαλακοῡ ἐρίοιο», Ομ. Οδ.)2. (για την επιδερμίδα) απαλός στην αφή (α. «μαλακό δέρμα» β. «Ἔρως, ὃς ἐν μαλακαῑς παρειαῑς νεάνιδος ἐννυχεύεις», Σοφ.)3. (για τη φωνή) ευχάριστος στην ακοή4. (για πρόσ.) α) ήπιος, πράος, καλόβολος («ἐκ τῶν μαλακῶν χωρῶν μαλακοὺς ἄνδρας γίγνεσθαι», Ηρόδ.)β) υποχωρητικός, ενδοτικός («πρὸς τὸ πονεῑν μαλακοὺς ἐποίησεν», Ξεν.)νεοελλ.1. ανεκτικός («μην είσαι τόσο μαλακός γιατί στο τέλος θα σέ κάνουν ό,τι θέλουν»)2. αυτός που μαλάζεται εύκολα, εύπλαστος («μαλακό ψωμί»)3. χημ. αυτός που δεν περιέχει διαλυμένα άλατα μετάλλων («μαλακό νερό»)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακάα) το υπογάστριο, τα λαγαράβ) η βρεγματική περιοχή τού εγκεφάλου4. φρ. α) «με το μαλακό» — ήρεμα, σιγά σιγά, με προσοχή, χωρίς βιασύνη ή χωρίς αγριάδαβ) «έπεσα στα μαλακά» — έπαθα ανεπαίσθητη ζημιάμσν.1. εύθραυστος2. ευνούχος3. αυτός που αυνανίζεται, μαλάκας4. φρ. «πάσχω τι μαλακόν» — αδρανώ, γίνομαι νωθρός* || (μσν.-αρχ.)1. αυτός που καταπραΰνει, που ηρεμεί, καταπραϋντικός (α. «εὗδον παννύχιοι, μαλακῷ δεδμημένοι ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.β. «τοὺς μὲν μαλακαῑς ἐπαοιδαῑς ἀμφέπων», Πίνδ.)2. (για τη φωτιά) αυτός που σιγοκαίει, σιγανός («μαλακή τέφρα», Φιλ.)3. κίναιδοςαρχ.1. (για πρόβατο) αυτός που έχει λεπτό τρίχωμα («Θεόφημος... ἐλθών μου τὰ πρόβατα λαμβάνει ποιμαινόμενα πεντήκοντα μαλακά», Δημοσθ.)2. (για τόπο) α) αυτός που έχει παχύ και αφράτο χώμα («ποιοῡσι δὲ καὶ οἱ τόποι διαφέροντα τὰ ἤθη, οἷον οἱ ορεινοὶ καὶ τραχεῑς τῶν ἐν τοῑς πεδινοῑς καὶ μαλακοῑς», Αριστοτ.)β) αυτός που είναι καλυμμένος με χλόη3. (για το βλέμμα) τρυφερός4. (για ψυχική διάθεση) φιλικός («μαλακὰ μὲν φρονέων», Πίνδ.)5. (για οίνο) γλυκός, ευχάριστος6. (για οσμή) ευάρεστος7. (για κλίμα) εύκρατος8. (για νερό) αυτός που λιμνάζει, τελματώδης9. (για τον άνεμο) σιγανός, ήρεμος10. (για πολίτευμα) φιλολαϊκός, όχι αυστηρός και δεσποτικός («τὰς δὲ τῆς ἀρίστης πολιτείας ὀλιγαρχικὰς μὲν καὶ δεσποτικωτέρας, τὰς δὲ ἀνειμένας καὶ μαλακὰς δημοκρατικάς», Αριστοτ.)11. (για μουσική) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρες12. (για λόγο) χαλαρός, μη πειστικός13. (για ύφος) αδύνατος, μη πυκνός14. (για χρώμα) ξεθωριασμένος15. (για πρόσ.) α) δειλός, άτολμος («εἰ τῷ τις παρακάθηται τῶνδε, ὅπως μὴ δόξῃ ἂν μὴ ψηφίζηται πολεμεῑν, μαλακὸς εἶναι», Θουκ.)β) ασθενικός, αδύναμος16. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) τα οικιακά σκεύηβ) οι υποχωρήσεις17. φρ. «μαλακὸν ἐνδίδω» — υποχωρώ λόγω έλλειψης θάρρους.επίρρ...μαλακώς και -ά (AM μαλακῶς)1. απαλά2. ανακουφιστικά, ευχάριστα3. ήπια, γλυκά, με πραότητανεοελλ.1. ήσυχα, χωρίς θόρυβο2. προσεχτικάαρχ.1. με αδύναμο τρόπο, όχι δυνατά2. χαλαρά3. φρ. «μαλακῶς ἔχω» ή «μαλακῶς διάκειμαι» — είμαι ασθενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαλακός ανάγεται σε δισύλλαβη ρίζα μαλᾱ- (με απαθές το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο), παρεκτεταμένη με -κ- (μαλα-κό-ς). Η παρέκταση αυτή εξελίχθηκε σε επίθημα -(α)κός (πρβλ. μαλθακός). Στην ίδια δισύλλαβη ρίζα ανάγεται και η λ. βλάξ (βλά-κ-ς, με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, βλ. λ. βλάκας), ενώ συγγενείς πρέπει να είναι και οι τ. χωρίς λαρυγγικό φθόγγο: ἀμαλός* «μαλακός, αδύνατος», ἀμαλδύνω* «μαλακώνω», ἀμβλύς* (με προθεματικὸ φωνήεν -α-), καθώς και ο τ. μαλθακός*. Η λ., τέλος, συνδέεται πιθ. με λατ. mollis και αρχ. ινδ. mrdu- «μαλακός».ΠΑΡ. μαλάζω, μαλακία, μαλακίζομαι, μαλάκιο, μαλακότητα(-ης), μαλακύνω, μαλακώνωαρχ.μαλακίω, μαλακίων, μαλακώδηςμσν.μαλακάδα, μαλακαίνω, μαλακιάζωμσν.- νεοελλ.μαλάκανεοελλ.μαλακοσύνη, μαλακούτσικος.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαλακόδερμος, μαλακόσαρκος, μαλακόστρακοςαρχ.μαλακαύγητος, μαλακευνώ, μαλακόγειος, μαλακόγναθος, μαλακογνώμων, μαλακοειδής, μαλακόθριξ, μαλακοκόλαξ, μαλακοκρανεύς, μαλακοκόμματος, μαλακοποιός, μαλακοπτυχής, μαλακοπύρηνος, μαλακόσωμος, μαλακοτρεφής, μαλακότριχος, μαλακόφθαλμος, μαλακόφλοιος, μαλακόφρων, μαλακόφωνος, μαλακόχειρ, μαλακόψυχοςαρχ.-μσν.μαλακόπουςμσν.μαλακόευνος, μαλακοκάρδιος, μαλακόκισσος, μαλακόλαλος, μαλακότριβος, μαλακοφορώνεοελλ.μαλακοβδέλλα, μαλακογαστήρ, μαλακόποδα, μαλακοπρόσωπος, μαλακοπτέρουρος, μαλακοπτερύγιος, μαλακόστεος, μαλακόφλουδος. (Β' συνθετικό) αρχ. υπομάλακος, φιλομάλακος].
Dictionary of Greek. 2013.